- μελανόπτερος
- μελανόπτερος, -ον (ΑM)βλ.μελάμπτερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανόπτερος — black winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόπτερον — μελανόπτερος black winged masc/fem acc sg μελανόπτερος black winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόπτεροι — μελανόπτερος black winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάμπτερος — και μελανόπτερος, ον (ΑM) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πτερόν] … Dictionary of Greek
μελανοπτέρυξ — μελανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) 1. μελανόπτερος 2. (για ψάρι) αυτός που έχει μαύρα πτερύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek